Επικαιρότητα

 
         
 

31 Ιανουαρίου 2013

ΞΑΝΑ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ (ΕΛΕΟΣ)

Με το άρθρο 40 παρ. 16 του Ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α’ 18/25.01.2013) αντικαθίσταται το εδ. β’ της περ. 6 της παρ. ΙΓ’ του Ν. 4093/2012.

1. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του
αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του
Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό
είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ.

“Επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου”.

Προϊσχύουσα μορφή
«Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου
Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) υπέρ
του οικείου Ταμείου Υγείας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του ως άνω ποσοστού
(8/οο) του δικαστικού ενσήμου.»


Από την ισχύ της παρούσας διάταξης, παύει να ισχύει
κάθε άλλη που αφορά καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εκτός της
παραγράφου 1Α περίπτωση η` του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971»

*** Το δεύτερο εδάφιο της περ.6 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.16 άρθρου 16 της από 4.12.2012 Π.Ν.Π., ΦΕΚ Α 237/5.12.2012.

 

 
 

14 Δεκεμβρίου 2012

ν. 4093/2012 (μεσοπρόθεσμο) παρ. ΙΓ παρ. 6α του

6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 (Α`3) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ.
«Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) υπέρ του οικείου Ταμείου Υγείας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του ως άνω ποσοστού (8/οο) του δικαστικού ενσήμου.»

Από την ισχύ της παρούσας διάταξης, παύει να ισχύει κάθε άλλη που αφορά καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εκτός της παραγράφου 1Α περίπτωση η` του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971»
________________________________________
ΠΡΟΙΣΧΥΣΑΣΑ ΜΟΡΦΗ

*** Το δεύτερο εδάφιο της περ.6 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.16
άρθρου 16 της από 4.12.2012 Π.Ν.Π., ΦΕΚ Α 237/5.12.2012.
*** ΠΡΟΣΟΧΗ: Κατά την παράγραφο 3 άρθρου 7 ν.1544/1942, όπως αυτή αντικαθίσταται
ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012, με το άρθρο 21 παρ.1 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012:
«3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681 Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.»


`Αρθρο 2

1.Οσάκις η αξία του αντικειμένου της αγωγής είναι ανωτέρα των δρχ.10.000 επιβάλλεται τέλος, καταβαλλόμενον κατά τον ανωτέρω και εν άρθρ.7 οριζόμενον τρόπον και οριζόμενον εις δραχμάς μεν (10) "20", οσάκις η αξία αύτη δεν είναι ανωτέρα των δραχ. 25.000 εις δραχ.δε (25) "50" οσάκις δεν είναι ανωτέρα των δραχ.50.000. Αι δε ποσότητες αι υπερβαίνουσι τας 50.000 δραχμών υποβάλλονται εις τέλος δραχ.(50) "100" κατά πάσαν προσθήκην από κλάσματος δραχμής μέχρις 25.000 δραχμών.
Εξαιρούνται της διατάξεως ταύτης αι κατά τον Ν. ΓΨ4Z` (3797) του 1911
ενασκούμεναι αγωγαί περί προσωρινών μέτρων.

*** Τα εντός () ποσά εδιπλασιάσθηκαν συμφώνως προς το Ν.Δ.29/30 Δεκ.1922

Ηδη εφαρμόζεται η ανωτάτη κλίμαξ, ήτοι δραχ.4.000 κατά εκατομύριον και από του 1954 δραχ.4 κατά 1000δραχμον.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Δια του άρθρ.11 Ν.Δ. 4189/1961 ωρίσθη ότι το άνω τέλος (αγωγόσημον) επιβάλλεται οσάκις η αξία του αντικειμένου της αγωγής είναι ανωτέρα των δραχ.15.000.

2.Προς υπολογισμόν του τέλους το δικόγραφον της αγωγής δέον να δηλοί την πραγματικήν αξίαν του αντικειμένου της αγωγής, έαν τούτο μη συνίσταται εις ωριαμένην χρηματικήν απαίτησιν.

3.Επί περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου, η αξία λογίζεται επί του δεκαπλού της ενιαυσίας παροχής ή προσόδου επί αγωγών περί ακινήτων ή διαμονής αυτών εις το εικοσαπλάσιοντης ετησίας προόδου επί επικαρπίας ή επί ψιλής κυριότητος εις το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητος.

4.Εν ενστάσει περί του υπολογισμό της αξίας,ή και εξ επαγγέλματος,το
δικαστήριον δύναται,κατά την κρίσιν του, ν`αποφασίση επί τη βάσει βεβαιώσεων ή να διατάξη αποδείξεις, μη ισταμένης εκ τούτου της κυρίας δίκης.
Αποδεικνυομένης της δηλωθείσης δια της αγωγής ελάσσονος κατά το τρίτον τουλάχιστον της πραγματικής, επιβάλλεται διπλούν το τέλος επί της όλης διαφορας άλλως επιβάλλεται απλούν.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: βλ.άρθρ.8 παρ.2 Β.Δ. 30 Απρ./4 Μαίου 1920
περί υπολογισμού του κατά το άρθρ. 2 ενσήμου

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρ.8 του Ν.Δ.26/30 Ιουνίου 1923 το ανωτέρω ένσημον εισπράττεται δια γραμματίου παραλαβής ή διπλοτύπου εισπράξεως.

"Το δικαστήριον επιβάλλον το απλούν ή διπλούν τέλος επί της όλης
διαφοράς απέχει της περαιτέρω ερεύνης, μέχρι της καταβολής κατά την
επιούσαν συζήτησιν, ότε παραλειπομένης ταύτης λογίζεται ερήμην
δικασθείς ο ενάγων και η αγωγή αυτού απορρίπτεται".

*** Τα εντός ""προσετέθησαν δια του άρθρ. 7 Ν.Δ. 1544/1942

________________________________________
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης
136 /2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χριστόφορο Σεβαστίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε μετά από κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Δεκεμβρίου 2012, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: Π Κ.

Του καθ’ ού η αίτηση: Κ Ν.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 4-7-2012 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 119787/12263/2012 και προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το έκθεμα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 αντικαθίσταται ως εξής: Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 ‰ ) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ». Με το άρθρο 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων» προβλέφθηκε η καταβολή τέλους επί του αντικειμένου της αγωγής ενώ ρητά εξαιρούνται «αι κατά τον ν. ΓΨ/Ζ (3797) του 1911 ενασκούμενοι αγωγαί περί προσωρινών μέτρων». Τέλος με το άρθρο 70 ν. 3994/2011 που αντικατέστησε το άρθρο 7 παρ. 3 νδ 1544/1942 ορίζεται ότι «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 4055/2012 «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει κατ’ αρχήν ότι σε τέλος δικαστικού ενσήμου υπόκεινται πλέον και οι αναγνωριστικές αγωγές που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 21 ν. 4055/12. Με την προαναφερόμενη ωστόσο διάταξη του ν. 4093/2012 προστέθηκε για πρώτη φορά στην έννομη τάξη και η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για «κάθε άλλο δικόγραφο (πέραν της αγωγής) που υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις», ενώ εξαλείφθηκε η διάταξη του άρθρου 2 ΓΠΟΗ/1912 που εξαιρούσε τα προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα. Υπό την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ που καθορίζει τα στοιχεία του δικογράφου, του διαδικαστικού δηλαδή εγγράφου που συντάσσεται προς πιστοποίηση διαδικαστικής πράξης των διαδίκων (ΑΠ 334/1974, ΕΕΝ 1975, 38, ΑΠ 674/1982, ΝοΒ 1983, 655), περιλαμβάνονται ακόμα και οι προτάσεις που εμπεριέχουν διαδικαστικές πράξεις (ΑΠ 674/1982,ανωτ, ΕφΘεσ 1312/1983, ΕλλΔνη 1984, 843, Παϊσίδου, Αρμ 1991, 101, Ορφανίδης σε Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 118 αριθ. 1). Θα έπρεπε συνεπώς ο διάδικος (ανεξαρτήτως της θέσης του ως ενάγοντος ή εναγομένου) να καταβάλει δικαστικό ένσημο για τις προτάσεις, τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, την άσκηση ενδίκων μέσων, τις κλήσεις που καταθέτει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου και άρα θα υποχρεώνονταν σε πολλαπλή καταβολή δικαστικού ενσήμου για την ίδια ένδικη υπόθεση. Κάτι τέτοιο όμως θα έρχονταν σε ευθεία αντίθεση τόσο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, οι οποίες επιτρέπουν μεν στο νομοθέτη τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφενός μεν να συνάπτονται και να είναι ανάλογες με την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέρα από τα οποία θα συνεπάγονταν την κατάλυση του κατά την προμνησθείσα συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας (ΑΕΔ 33/1995, ολΣτΕ 601/2012, ΟλΣτΕ 647/2004, ολΣτΕ 3087/2011, ολΕλΣυν 2006/2008, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 GarciaManipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας). Ειδικότερα η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο πλην της αγωγής θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον έλληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερεί τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Εξάλλου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής, αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάπτεται με την λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Ειδικότερα δε στην έννοια του κάθε «άλλου δικογράφου» δεν μπορεί να περιληφθεί και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, διότι ως εκ της φύσεώς τους δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο. Για το λόγο αυτό εξάλλου είχε εξαιρεθεί ρητά η συγκεκριμένη διαδικασία από την υποχρέωση καταβολής ενσήμου με το ν. ΓΠΟΗ/1912. Τέλος η διάταξη της παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012 είναι αόριστη και άρα ανεφάρμοστη κατά το σκέλος που επιβάλει την καταβολή δικαστικού ενσήμου σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους «και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις». Εμφανίζεται έτσι ως προϋπόθεση καταβολής του δικαστικού ενσήμου για κάθε δικόγραφο, αφενός να υποβάλλεται αυτό σε δικαστήριο του Κράτους και αφετέρου να υπόκειται σε ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Ενώ όμως εξειδικεύονται πλήρως στο άρθρο 21 ν. 4055/2012 τα είδη των αγωγών που εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αντίθετα από πουθενά δεν προκύπτει ποιες είναι οι διατάξεις που υποχρεώνουν σε καταβολή ενσήμου κάθε άλλο δικόγραφο. Ως εκ τούτου είναι παραδεκτή η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να υφίσταται ανάγκη καταβολής δικαστικού ενσήμου.
Η αιτούσα επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητά ως ασφαλιστικό μέτρο να διαταχθεί προσωρινά η μετοίκηση του καθ’ ου από τη συζυγική τους οικία και να επιδικαστεί στην ίδια προσωρινά διατροφή σε χρήμα ύψους 725 € μηνιαίως διότι από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1386, 1391, 1392, 1393, 1496, 1498, ΑΚ, 728, 729, 735 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.

 

 
 

14 Δεκεμβρίου 2012

Άρειος Πάγος 1029/2012

Το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν μεν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτημένης εργασίας, δεν αρκούν, όμως, για τη διαπίστωση αυτή. Όπως δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή, αυτοτελώς, ούτε ο τρόπος προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου ούτε άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών ή η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ (ΑΠ 71/2010). Για τη διάκριση μεταξύ παροχής εξαρτημένης εργασίας ή προσφοράς ανεξάρτητων υπηρεσιών αποφασιστικό κριτήριο δεν αποτελεί το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η συγκέντρωση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή το είδος της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως

 
 

14 Δεκεμβρίου 2012

 
 

7 Δεκεμβρίου 2012

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ – Τ.Α.Ν. – ΤΑΜΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ - ΧΑΡΤΟΣΗΜΟ
4093/2012


6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 (Α`3) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ.

Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό 0,8 %ο υπέρ
του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό 0,8 %ο υπέρ του οικείου Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του ως άνω ποσοστού (0,8 %ο) του δικαστικού ενσήμου.
Από την ισχύ της παρούσας διάταξης, παύει να ισχύει κάθε άλλη που αφορά καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εκτός της παραγράφου 1Α περίπτωση η` του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971»

ΠΝΠ 4.12.2012 ΦΕΚ 237/2012
16. Το εδάφιο (β) της περίπτωσης 6 της παραγράφου
ΙΓ του ν. 4093/2012 αντικαθίσταται ως εξής:

«Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) υπέρ του οικείου Ταμείου Υγείας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του ως άνω ποσοστού (8/οο) του δικαστικού ενσήμου.»

 

 
 

6 Δεκεμβρίου 2012

ΑΠ 891/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 13η Μαρτίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Σ. Κ. του......................, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Λαμπρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΘΥΑΜΙΣ ΤΟΥΡΣ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Σίνου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-9-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1418/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1234/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-7-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 1-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ.1 και 424 εδ. α' ΑΚ συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενό της.
Ο εργοδότης, ως οφειλέτης του μισθού επί συμβάσεως εργασίας (ΑΚ 648, 653), προβαίνοντας σε καταβολή των νομίμων ή των συμφωνημένων αποδοχών, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον εργαζόμενο, ως δανειστή, αντιστοίχως, να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη.
Η απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, να αναφέρει δηλαδή τα επί μέρους ποσά που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, καθώς και τις αιτίες καταβολής τους.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση αρνήσεως, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφ' όσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δηλώσεως από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΚΠολΔ 460, 461, 463, βλ. ΑΠ 1254/2010).
Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δηλώσεως, επιτρέπεται ανταπόδειξη, ακόμη και χωρίς να προσβληθεί το έγγραφο ως πλαστό. Ειδικότερα, εάν το ιδιωτικό έγγραφο είναι εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας, ο αντίδικος του διαδίκου που το επικαλείται διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το περιεχόμενό του δεν είναι αληθινό. Διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της καταβολής, η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΚΠολΔ 352 παρ.2, 354, βλ. ΑΠ 646/2009). Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που καθορίζει ο νόμος, δεσμευτικά γι' αυτά. Ο λόγος αυτός, όμως, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα (ΚΠολΔ 340) συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη μεταξύ τους, προσδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική σπουδαιότητα ή αξιοπιστία σε κάποια από αυτά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι αυτά έχουν, αφού η εκτίμηση αυτή είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΚΠολΔ 561 παρ.1).
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως διατυπώνεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 445 και 352 ΚΠολΔ, διότι δέχθηκε ότι από τις ογδόντα (80) γραπτές αποδείξεις καταβολής αποδοχών, τις οποίες είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει η αναιρεσίβλητη (ως εναγομένη) και επί των οποίων είχε αναγνωρίσει ως γνήσια την υπογραφή του ο αναιρεσείων (ως ενάγων), προέκυπτε αμάχητο τεκμήριο "ως προς την απόδειξη του περιεχομένου" αυτών, παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων είχε αμφισβητήσει την ακρίβεια του εν λόγω περιεχομένου, με τον ισχυρισμό ότι τα ποσά που φέρονταν ως καταβληθέντα και οι αιτίες της καταβολής αυτών είχαν καταχωρηθεί μετά τη θέση της υπογραφής του αναιρεσείοντος και απεικόνιζαν αποδοχές υπέρτερες εκείνων, που πράγματι είχαν καταβληθεί. Και ακόμη, στον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως διατυπώνεται η αιτίαση ότι με τον τρόπο αυτό το Εφετείο, αντί να επιτρέψει την ανταπόδειξη ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων και να τα εκτιμήσει ελευθέρως, προσέδωσε σ' αυτά αποδεικτική δύναμη την οποία δεν τους αναγνώριζε ο νόμος. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όμως, προκύπτει ότι επί του ως άνω ζητήματος το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι οι επίμαχες ογδόντα (80) γραπτές αποδείξεις καταβολής αποδοχών είχαν προσκομισθεί από την εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη) και έφεραν την υπογραφή του ενάγοντος (ήδη αναιρεσείοντος). Ότι ο ενάγων είχε αναγνωρίσει επ' αυτών την υπογραφή του, αλλά είχε αμφισβητήσει την αλήθεια του περιεχομένου τους, με τον ισχυρισμό ότι αυτό είχε συμπληρωθεί εκ των υστέρων από την εναγομένη και δεν απεικόνιζε την πραγματικότητα. Ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προβληθεί παραδεκτά και δεν μπορούσε να αξιολογηθεί ως ένσταση πλαστότητας. Ότι η αναγνώριση της υπογραφής του ενάγοντος δημιουργούσε αμάχητο τεκμήριο ως προς το ότι το υπερκείμενο περιεχόμενο των αποδείξεων καταβολής αποδοχών καλυπτόταν από αυτήν. Ότι, περαιτέρω, το περιεχόμενο των αποδείξεων αυτών ως προς το ουσιώδες ζήτημα της παροχής εργασίας εκ μέρους του ενάγοντος κατά τα Σάββατα χωρίς να χορηγείται σ' αυτόν άλλη ημέρα ανάπαυσης μέσα στην εβδομάδα (ρεπό), ήταν αληθές, διότι βρισκόταν πλησιέστερα προς την πραγματικότητα σε σύγκριση αφ' ενός προς την άποψη αυτού, σύμφωνα με την οποία σε όλη τη διάρκεια της συμβάσεως (από 1-1-2002 μέχρι 18-7-2007) εργαζόταν επτά ημέρες την εβδομάδα, πράγμα που "προσέκρουε στα διδάγματα της κοινής πείρας σχετικά με τις αντοχές, τις δυνατότητες, αλλά και τις οικογενειακές, κοινωνικές και λοιπές ανάγκες του κάθε μισθωτού" και αφ' ετέρου προς την άποψη της εναγομένης, σύμφωνα με την οποία, κατά κανόνα, ο ενάγων αναπαυόταν τα σαββατοκύριακα. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσείων είχε απασχοληθεί για περισσότερα από ένα (1) σαββατοκύριακα το μήνα, κατά τις διακρίσεις που ειδικότερα γίνονται στην προσβαλλομένη απόφαση και, κατόπιν αυτού, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση και υπολόγισε τις προκύπτουσες διαφορές αποδοχών. Περαιτέρω, όμως, δέχθηκε και την ένσταση εξοφλήσεως μέρους των νομίμων αποδοχών, την οποία είχε προβάλει παραδεκτώς η αναιρεσίβλητη και, τελικώς, επιδίκασε ποσό μικρότερο από εκείνο που είχε επιδικασθεί πρωτοδίκως. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε ορθά τις δικονομικές διατάξεις που αναφέρθηκαν, διότι ως έννομη συνέπεια της αναγνώρισης της γνησιότητας της υπογραφής του αναιρεσείοντος επί των γραπτών αποδείξεων καταβολής αποδοχών δέχθηκε μόνο τη δημιουργία αμαχήτου τεκμηρίου ως προς το ότι η δήλωση που καλυπτόταν από την υπογραφή είχε προέλθει από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, ενώ ως προς την εξακρίβωση της αλήθειας του περιεχομένου της δηλώσεως αυτής προέβη σε συνεκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων και ορθολογική στάθμιση των εκατέρωθεν ισχυρισμών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, ως αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται σε παραβίαση κανόνων ουσιαστικού, αλλά δικονομικού δικαίου, ενώ ως αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.12 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στις επίμαχες εξοφλητικές αποδείξεις ούτε απαγόρευσε την ανταπόδειξη ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους, αλλά αναζήτησε το αληθινό περιεχόμενό τους κάνοντας χρήση λογικών επιχειρημάτων και λαμβάνοντας υπ' όψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων.

2. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως διατυπώνεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να αναζητήσει το αληθινό περιεχόμενο των γραπτών αποδείξεων καταβολής αποδοχών, τις οποίες είχε προσκομίσει η αναιρεσίβλητη και επί των οποίων είχε αναγνωρίσει την υπογραφή του ο αναιρεσίβλητος, παρέλειψε να λάβει υπ' όψη την κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσείοντος, που είχε εξετασθεί στο ακροατήριο, καθώς και τις 3857 και 3858/2009 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είχαν δοθεί νομίμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος. Από την επισκόπηση, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο διαμόρφωσε την ουσιαστική περί πραγμάτων κρίση του επί του περιεχομένου των επίμαχων αποδείξεων καταβολής αποδοχών, μεταξύ των άλλων και από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία ρητώς μνημονεύει. Επομένως, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία περί του ότι τα έγγραφα αυτά αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας και ο εξεταζόμενος δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.

3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6-7-2011 αίτηση περί αναιρέσεως της 1234/ 2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 2012. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 29η Μαΐου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 
 

4 Δεκεμβρίου 2012

Άρειος Πάγος B2' Πολιτικό Τμήμα 904/2012

Επειδή, από το άρθρο 669 παρ.2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. 
Η καταγγελία δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου καθώς και όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το 281 ΑΚ. 

Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.

Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη.

 

 
 

21 Νοεμβρίου 2012

3383/2012 Ειρηνοδικείου Αθηνών

Επιδίκαση αποζημίωσης για ηθική βλάβη από τις παράνομες πρακτικές που εφάρμοζε εισπρακτική εταιρεία.

 
 

19 Νοεμβρίου 2012

 

ΠΑΡΑΒΟΛΑ-ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ (Ν. 4055 & 4093/2012)

 

Α. ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Σύμφωνα με το άρθρο 112 παρ. 5 του Ν. 4055/2012 (Φ.E.K. Α 51/12-3-2012), στις περιπτώσεις των άρθρων 42, 46, 48 και 322 του Κ.Ποιν.Δ. και 495 και 53 του Κ.Πολ.Δ., μέχρι την έκδοση ειδικών εντύπων παραβόλων από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., θα εκδίδονται διπλότυπα είσπραξης από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ως εξής:

Απαραίτητα στοιχεία:

1. Α.Φ.Μ. και ονοματεπώνυμο εντολέα

2. Μήνυση (και πολιτική αγωγή), Έφεση κ.λ.π.

3. ποσό....

Υπολογισμός παραβόλου - επιμερισμός

ΚΑΕ 3751 60% (παράβολα υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ονομαστικής αξίας ίσης με ποσοστό 60% επί του εκάστοτε οριζόμενου ποσού παραβόλου).

ΚΑΕ 3741 40% (παράβολα από κάθε αιτία).

 

Β. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ (ΑΓΩΓΟΣΗΜΟ)

Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΓ) του Ν. 4093/2012, (Φ.Ε.Κ. Α 222/12-11-2012) το Δικαστικό ένσημο (αγωγόσημο) υπολογίζεται ως εξής:

Απαραίτητα στοιχεία:

1. Ενάγων - Εναγόμενος (και Α.Φ.Μ. ενάγοντα)

2. Αρμόδιο δικαστήριο

3. Αιτούμενο ποσό (μόνο κεφαλαίου)

Υπολογισμός Αγωγόσημου

Παράδειγμα, αιτούμενο ποσό (κεφάλαιο) 20.000 ευρώ.

1. 20.000 Χ 8 = 160 ευρώ (αγωγόσημο)

2. 160 Χ 20% = 32 ευρώ (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ)

Σύνολο 160+32=192 ευρώ

3. 20.000 Χ 0,8 = 16 ευρώ (Τ.Α.Ν.)

Δικ. ένσημο αξίας έως 300 ευρώ (κινητό, με επικόλληση ενσήμων «μίνι» Τ.Α.Ν.)

Δικ. ένσημο από 300 ευρώ και πάνω εκδίδονται δύο διπλότυπα:

1. Διπλότυπο από Δ.Ο.Υ. που επιμερίζεται ως εξής:

Αγωγόσημο (KAE 2375)

ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ (ΚΑΕ 82639)

2. Διπλότυπο από Εθνική Τράπεζα

Τ.Α.Ν. (Αριθμός Λογαριασμού: 9805690008, Αριθμός Πελάτη: 040/546154-57, Κωδικός υποχρέου: 4752100, Κωδικός αιτιολογίας: 16)


Σημείωση:

1.Το αναφερόμενο στη διάταξη του Ν. 4093/2012 ποσοστό 0,8‰ υπέρ του «οικείου Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων» και χαρτόσημο ποσοστό 2,4% επί του ως άνω ποσοστού (0,8‰), αφορά σε όσους συλλόγους (Αθήνα, Πειραιάς) είχε θεσμοθετηθεί τέτοιος πόρος και δεν ισχύει για το πρώην Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Πρωτοδικείων Πατρών και Αιγίου, νυν Λ.Ε.Α.Δ.Π.Α.

2.Το άρθρο 71 του Εισ. Κ.Πολ.Δ. (εργατικές υποθέσεις) και το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (αναγνωριστικές αγωγές) εξακολουθούν να ισχύουν.

 

 
 

15 Νοεμβρίου 2012

Αριθμός Απόφασης  24/2012

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

 

(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

 

………………. ΙΙ. Με το άρθρ. 1 §2 ν.4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012), ο οποίος (ν. 4046/2012) ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης

(Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής επιμέρους Μνημόνια : α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ΦΕΚ υπ’ αριθμ. 28/14.02.2012, στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση (βλ. ΛΕΒΕΝΤΗ, Γ., Οι πρόσφατες αλλαγές που επέφερε ο ν.4046/2012 στο εργατικό δίκαιο, ΔΕΝ 2012.226). Με το άρθρ.1 §6 ν. 4046/2012 ορίζεται ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Ε … παρ. 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 … παρ. 4.1 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παρ. 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου». Ειδικότερα η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο «Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι» προβλέπει τα εξής : «Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας». Ακολούθως, με βάση την πιο πάνω εξουσιοδότηση του άρθρ.1 § 6 ν.4046/2012, εκδόθηκε η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 6/28.02.2012 (με τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012», ΦΕΚ Α΄38/28.02.2012) στο άρθρ. 5 της οποίας ορίζονται τα εξής: «1. Από 14.02.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α΄101). 2. Από την 14.02.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (Α΄ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α 101)». Στην ελληνική πραγματικότητα, η «ρήτρα μονιμότητας» αποτελεί ευρύτερη έννοια, η οποία εκτός από τη σύμβαση με όριο ηλικίας περιλαμβάνει κάθε σύμβαση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, στην οποία το δικαίωμα καταγγελίας υπόκειται σε ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς. Με τη ρήτρα μονιμότητας ουσιαστικά αναλαμβάνεται η δέσμευση από τον εργοδότη να μην απολύσει τον εργαζόμενο παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και που η βασιμότητά τους κρίνεται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία, μπορεί δε να συνδυασθεί, όπως προαναφέρθηκε, με σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί απλώς ένα είδος περιορισμού στο δικαίωμα του εργοδότη για ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης (βλ. ΚΟΥΚΙΑΔΗ, Ι., Εργατικό Δίκαιο, έκδ.1995, σελ. 827 - 828). Συνεπώς, η έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας, οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, αδιακρίτως αν περιέχονται σε συμβάσεις που ήταν εξαρχής αορίστου χρόνου ή σε συμβάσεις που θεωρούνταν ορισμένου χρόνου λόγω ορίου ηλικίας, καθώς και ό, τι  παρεκκλίνει από τους «γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας» και ό, τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα (αναφορικά με τα θέματα απόλυσης). Καταργούνται δηλαδή οι διατάξεις που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας την από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους (βλ. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟ, Κ., Οι συμβάσεις με όριο ηλικίας και οι ρήτρες μονιμότητας μετά το ν.4046/2012 και την Π.Υ.Σ. 6/2012,  ΕΕργΔ.691 και ιδίως 694).

 

ΙΙΙ. Με τις διατάξεις του άρθρ. 43 §§2 και 4 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, υπό την επιφύλαξη ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Μ’ αυτά ρυθμίζονται είτε θέματα καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο, υπό ορισμένους όρους, με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμους πλαίσιο) (§4), είτε ειδικά θέματα που προσδιορίζονται συγκεκριμένα από την εξουσιοδοτική διάταξη (§2 εδ.α΄). Περαιτέρω, με τη διάταξη της §2 εδ.β΄ άρθρ. του ίδιου άρθρ. 43 του Συντάγματος, προβλέπεται ότι φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί «ειδικότερων», «τοπικού ενδιαφέροντος», «λεπτομερειακών» ή «τεχνικών» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει o εξουσιοδοτικός νόμος, όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική  ρύθμισή του, έστω σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΣτΕ 1210/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 1892/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3220/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3973/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 125/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 2815/2004 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2536/2011 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3285/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 648/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία αποδέκτης της εξουσιοδότησης θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, ο ν.4046/2012 όχι μόνο δεν θέτει το πλαίσιο και τις γενικές κατευθύνσεις υπό τις οποίες καλείται να ενεργήσει η διοίκηση με την έκδοση κανονιστικής πράξης (βλ. ΠΙΚΟΥΛΑ, Ι., Οι μεταβολές τις οποίες ο πρόσφατος «μνημονιακός» ν.4046/2012 επέφερε στην εργατική νομοθεσία, ΕΕργΔ 2012.232 και ιδίως 233), αλλά δεν περιέχει κανέναν κανόνα δικαίου. Ο νόμος απλώς παραπέμπει σε κεφάλαια των «Μνημονίων», τα οποία προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V σ’ αυτόν, με την πρόβλεψη ότι «συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής». Τα δύο δε «Μνημόνια» δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά απλές προγραμματικές διακηρύξεις, που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση κανονιστικής δέσμευσης, παρά την παραπομπή σ’ αυτά του νόμου (βλ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟ, Γ., Το τέλος του εργατικού δικαίου; Συνταγματική αποτίμηση της «αντιμεταρρύθμισης» του Μνημονίου ΙΙ, ΕΕργΔ 2012.637 και ιδίως 638-639). Ειδικά ως προς το πρώτο από αυτά, έχει ήδη κριθεί εξάλλου, ότι δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή, αλλά για να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες μ’ αυτό πολιτικές, πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του Ελληνικού Κράτους (νόμοι ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου) (ΟλΣτΕ 668/2012 ΕΕργΔ 2012.393). Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι μη εφαρμοστέες.

 

 
 

12 Νοεμβρίου 2012

 

Εισαγγελία Αρείου Πάγου αριθμ. εγκυκλίου: 7/2012

Υποχρεωτική η παράδοση στοιχείων από τις Δ.Ο.Υ. στα διαζύγια

Αθήνα 7 Νοεμβρίου 2012.
Αριθ. Πρωτ.: 4449
Αριθμ. Εγκυκλίου: 7/2012 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο ΕΙΣΑΓΤΕΛΕΥΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΤΗΛ. 2106411526
ΦΑΞ 2106411523

Προς :
τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών του Χώρας  και δι' αυτών
τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφέρειάς τους.

 

Απόφαση του Αρείου Πάγου για τον καθορισμό της διατροφής 

Υποχρεωτική η παράδοση στοιχείων από τις ΔΟΥ στα διαζύγια             


Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 § 4 εδ.β' Ν.1756/1988 «Περί Κώδικα Οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης των δικαστικών λειτουργών» ο εισαγγελέας πρωτοδικών δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφα τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, έκτος αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1445 Α.Κ., ο καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλο ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής. Με αίτηση ενός από τους πρώην συζύγους, που διαβιβάζεται μέσω ιού αρμόδιου εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου και προπάντων για τα εισοδήματά του. 

Τέλος κατά το άρθρο 51 § 7α Ν.3842/2010 κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση στοιχείων ακινήτων των φορολογουμένων και στις περιπτώσεις που ορίζονται από το άρθρο 1445 Α. Κ.. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η γνωστοποίηση από τις Δ.Ο.Υ. των σχετικών με την περιουσιακή κατάσταση των υποχρεών προς διατροφή προσώπων πληροφοριών, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της, κατόπιν παραγγελίας του αρμοδίου εισαγγελέα Πρωτοδικών, είναι υποχρεωτική και σε περίπτωση άρνησης οι αρμόδιοι υπάλληλοι υπέχουν ποινική ευθύνη (παράβαση του άρθρ. 169 Π.Κ. και υπό προϋποθέσεις του άρθρου 259 Π.Κ.). 

 

Παρατηρείται, όμως το φαινόμενο οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. να γνωστοποιούν μόνο τα εισοδήματα των υπόχρεων διατροφής προσώπων και όχι τα λοιπά περιουσιακά τους στοιχεία (όπως ακίνητα κλπ.) με αποτέλεσμα να μην αποτυπώνεται η πραγματική οικονομική κατάσταση των υποχρέων προς διατροφή προσώπων και εν τέλει ο ορθός καθορισμός του ύψους της, ή και να αρνούνται ρητά υποστηρίζοντας ότι η γνωστοποίηση των εν λόγω στοιχείων επιτρέπεται μόνο όταν η αιτούμενη διατροφή αφορά τον έναν από τους πρώην συζύγους και όχι άλλα πρόσωπα.

Η θέση αυτή όμως δεν στηρίζεται σε διάταξη νόμου, αλλά είναι αυθαίρετη, δεδομένου ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου οι πιο πάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση που ζητείται διατροφή καθ' όσον διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν από τα δικαστήρια να καθορίσουν το ύψος της.

Κατόπιν τούτου παρακαλούμε όπως συστήσετε στους εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφέρειας σας να μνημονεύουν στις παραγγελίες που απευθύνουν προς τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για τη γνωστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των υποχρεών προς διατροφή προσώπων και τις προμνησθείσες διατάξεις, ώστε το φαινόμενο αυτό να εξαλειφθεί.   

Κοινοποίηση: 

α) Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων - Τμήμα ζ του Αρείου Πάγου
Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις,
β) Υπουργείο Οικονομικών - Διεύθυνση Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων - Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης

 

 
 

8 Νοεμβρίου 2012

Άρειος Πάγος 895/2012

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, αναιτιώδη. Κατά συνέπεια, για το κύρος της καταγγελίας δεν είναι αναγκαία ούτε η επίκληση κάποιας αιτίας ούτε η απόδειξη της βασιμότητας της αιτίας, που τυχόν έχει προβληθεί από τον καταγγέλλοντα. Όπως, όμως, ισχύει για κάθε δικαίωμα, και η άσκηση της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτής. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καθιστά την καταγγελία απαγορευμένη και, ως εκ τούτου, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν γίνεται από λόγους που βρίσκονται καταφανώς έξω από τις γενικές ρήτρες του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι όταν ενέχουν εμπάθεια, έχθρα ή εκδικητικότητα συνεπεία προηγηθείσας, νόμιμης συμπεριφοράς του εργαζομένου, η οποία δεν ήταν αρεστή στον εργοδότη. Τη συνδρομή των περιστάσεων αυτών οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος (ΑΠ 701/2010)

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299, 932 ΑΚ συνάγεται ότι αν, συνεπεία της άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επήλθε προσβολή της προσωπικότητας του απολυθέντος, ο τελευταίος δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, όμως, δεν αρκεί αυτό καθ' εαυτό το γεγονός της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλ' απαιτείται η επίκληση πρόσθετων περιστατικών (όπως π.χ. το αναληθές περιεχόμενο των αιτίων της απόλυσης, τα υποκρυπτόμενα στοιχεία εμπάθειας ή εκδικητικότητας και, κυρίως, τα τυχόν υφιστάμενα επί πλέον γεγονότα, που επέφεραν την προσβολή της προσωπικότητας και καθόρισαν την ένταση της προσβολής αυτής), καθώς και ο προσδιορισμός της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του μισθωτού και του εργοδότη (ΑΠ 1540/2006).

 

 
 

7 Νοεμβρίου 2012

ΣτΕ 921/2012


Η μη τήρηση του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως καθώς και η μη σύνταξη, επί κατασχέσεως βιβλίων και στοιχείων, σχετικής εκθέσεως, δεν ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας και, συνεπώς, οι λόγοι εφέσεως περί παραλείψεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την τήρηση των τύπων αυτών κατά την διαδικασία εκδόσεως της επίδικης πράξεως καταλογισμού προστίμου είναι αβάσιμοι, ανεξαρτήτως των ειδικοτέρων αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεώς του. Ο επιτηδευματίας είναι υποχρεωμένος να επιδεικνύει κατά οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα, τα βιβλία που τηρεί, καθώς και τα στοιχεία τα οποία εκδίδει στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο, ο οποίος εκτελώντας σχετική εντολή, διενεργεί έλεγχο. Ειδικότερα, η υποχρέωση του αυτή συνίσταται στη λήψη των μέτρων εκείνων που είναι αναγκαία, ώστε τα βιβλία και στοιχεία να τίθενται υπ’ όψη του υπαλλήλου που διενεργεί τον έλεγχο, οποιαδήποτε εργάσιμη ώρα, έστω και αν ο επιτηδευματίας ή ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την τήρησή τους απουσιάζουν, έστω και για λόγους ανωτέρας βίας

 

 
 

2 Νοεμβρίου 2012

Αντισυνταγματικές έκρινε τις περικοπές στις συντάξεις το Ελεγκτικό Συνέδριο


Αντισυνταγματικές έκρινε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου τις διατάξεις του υπουργείου Οικονομικών με τις οποίες επέρχονται νέες μειώσεις στις συντάξεις, από 5 έως 10%, αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης κατά δύο έτη (στα 67) και κατάργηση για τους συνταξιούχους των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και του επιδόματος θερινής άδειας.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για πρώτη φορά, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, έκριναν σχέδιο νόμου μη συμβατό με τις συνταγματικές επιταγές.
Μετά την εισήγηση του συμβούλου Αντώνη Κατσαρόλη, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων τροπολογιών, η Ολομέλεια έκρινε ότι η - για πέμπτη συνεχόμενη φορά - μείωση των συντάξεων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, είναι αντίθετη σε πλειάδα συνταγματικών διατάξεων.
Η Ολομέλεια, η οποία συγκροτήθηκε από 30 δικαστές, γνωμοδότησε ότι οι διατάξεις για τις μειώσεις των συντάξεων και την περικοπή των δώρων προσκρούουν στα άρθρα 2, 4, 22 και 25 του Συντάγματος.
Με άλλα λόγια, προσκρούουν στη συνταγματική υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και στην προστασία της εργασίας.
Ειδικότερα, ομόφωνα οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφάνθηκαν ότι είναι αντισυνταγματική η περικοπή των επιδομάτων (δώρων) Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα θερινής αδείας από το νέο έτος και μετά.
Αντισυνταγματική κρίθηκε παράλληλα, με ισχυρή πλειοψηφία από τους δικαστές και η μείωση των συντάξεων, καθώς φρονούν ότι αντιμετωπίζει προβλήματα αναλογικότητας, δεν χρησιμοποιήθηκαν κριτήρια και γίνεται κατά άνισο τρόπο και χωρίς ορθή κλιμάκωση. Την ίδια θέση περί αντισυνταγματικότητας διατύπωσαν οι σύμβουλοι και για την αύξηση από 1.1.2013 της ηλικίας όσων δικαιούνται το ΕΚΑΣ από το 60ό έτος που είναι σήμερα στο 65ό έτος.
Συνταγματική κρίθηκε κατά πλειοψηφία η περικοπή των συντάξεων των άγαμων διαζευγμένων και θυγατέρων θανόντων συνταξιούχων που σύμφωνα με το νομοσχέδιο η ανώτατη μηνιαία σύνταξή τους θα ανέρχεται πλέον στα 720 ευρώ και εφόσον το ετήσιο εισόδημά τους δεν ξεπερνά τα 8.640 ευρώ.
Για το θέμα αυτό της περικοπής των συντάξεων των άγαμων και διαζευγμένων θυγατέρων υποστηρίχθηκε από ορισμένους δικαστές ότι η μείωση αυτή είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ενώ αντίθετα η πλειοψηφία των συμβούλων τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας και νομιμότητας της σχετικής ρύθμισης.
Αντίθετα, νόμιμες κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Ε.Σ. οι ρυθμίσεις που αφορούν τα συνταξιοδοτικά θέματα των βουλευτών.
Το νομοσχέδιο που κρίθηκε αντισυνταγματικό προβλέπει, μεταξύ των άλλων, ότι οι συντάξεις ή το άθροισμα των συντάξεων: 1) από 1.000 έως και 1.500 ευρώ, μειώνονται κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ, 2) από 1.500,01 έως και 2.000 ευρώ, μειώνεται κατά 10% και το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ, 3) από 2.000,01 ευρώ και άνω μειώνεται κατά 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να μικρότερο των 1.800,01 ευρώ.
Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης λαμβάνεται υπόψη το ποσό της σύνταξης ή των συντάξεων όπως αυτές θα έχουν διαμορφωθεί την 31.12.2012 μετά όμως την τυχόν παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης, της επιπλέον εισφοράς της παραγράφου 14 του άρθρου 2 του Ν. 4002/2011 και των τυχόν μειώσεων που επιβλήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του Ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του Ν. 4051/2012.
Επίσης, προβλέπεται ότι οι άγαμες και οι διαζευγμένες  θυγατέρες θανόντων συνταξιούχων του Δημοσίου, από την 1η Ιανουαρίου 2013 θα λαμβάνουν ανώτατη σύνταξη 720 ευρώ μηνιαίως, ενώ αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξής τους σε περίπτωση που οι θυγατέρες αυτές έχουν και άλλα εισοδήματα τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 8.640 ευρώ ετησίως.
Παράλληλα, από 1.1.2013 το όριο συνταξιοδότησης για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης από την 1.1.2013 και μετά αυξάνεται κατά δύο χρόνια, δηλαδή ανέρχεται στο 67ο έτος της ηλικίας τους, ενώ το όριο ηλικίας του 60ού έτους ως προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων αυξάνεται από 1.1.2013 στο 65ο έτος.
Εξάλλου, από την 1.1.2013 το όριο ηλικίας για την καταβολή του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης αυξάνεται από το 60ό που είναι σήμερα στο 65ό έτος.
Τέλος, ως προς τους βουλευτές προβλέπει, μεταξύ των άλλων την κατάργηση της σύνταξής τους για «όσους αποκτήσουν για πρώτη φορά από εδώ και στο εξής την ιδιότητα του βουλευτή ή του αιρετού οργάνου των ΟΤΑ πρώτου βαθμού».

 

 
 

25 Οκτωβρίου 2012

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αριθ. 126/2012

 

Ερωτάται: αν ο οικονομικός έφορος μπορεί να δίνει πληροφορίες για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του φορολογούμενου σε τρίτο πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις άρθρου 10 παρ.3 του ν. 3869/2010 όταν, με τη χορήγηση αυτών, παραβιάζεται το φορολογικό απόρρητο του άρθρου 46 του ν. 3842/2010

 

To Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε, ομόφωνα, ότι, ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.3869/2010, να χορηγεί σε πιστωτή του οφειλέτη, κάθε πληροφορία και στοιχείο για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη-φορολογούμενου, ακόμη και αν αυτά εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο, εφόσον είναι πρόσφορα για να καταστεί δυνατός ο σχετικός περιουσιακός έλεγχος του οφειλέτη εκ μέρους του αιτούντος πιστωτή, καθόσον το φορολογικό απόρρητο, επιτρεπτώς κάμπτεται εν προκειμένω από τη ρητή διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 3869/2010. 

 
         
         
  

      Τηλ. 2262027461, 2262089560, 2262022200, κιν. 6937091117     email : papachar@plaw.gr

 

Design by Tsigos Computing & Web Design